Θα σας γράψω μια μικρή σημερινή ιστορία για να δείτε πόσο όμορφα περνάμε ενίοτε στας εξοχάς.
Πήγα πρωί πρωί στα Αγιάσματα, μια άγρια και έρημη βορινή παραλία της Χίου, για να κόψω λίγο κρίταμο και, ω του θαύματος, έπεσα πάνω σε μια μπουλντόζα!
Ήτανε μέσα ο χειριστής, είχε ισοπεδώσει τις άγριες πέτρες της παραλίας και ετοιμαζόταν να κατευθυνθεί προς το τέρμα της δυτικής της πλευράς, όπου βρίσκεται μια φημισμένη πηγή ιαματικού νερού.
Ανάψανε αμέσως τα λαμπάκια μου. Μόλις με είδε βέβαια κι αυτός, έβαλε νεκρά στο μηχάνημα και έπιασε το κινητό. Κατάλαβα ότι έπαιρνε κάποιον “υπεύθυνο” του Δήμου για να του πει τα κακά νέα της εμφάνισής μου αυτή την άσχημη ώρα εκεί.
Σε λίγο να ο τοπικός παραγοντίσκος. Εσύ αγαπάς τον τόπο μας περισσότερο από μας; Εμείς μόνο να ρίξουμε βράχους και να προστατέψουμε την πηγή θέλουμε, άσε να πάρει ένα μεροκάματο κι ο άνθρωπος, κάτι τέτοια μου λεγε κι εγώ τον ρωτούσα αν έχει άδεια εργασιών επί του αιγιαλού και αν υπάρχει μελέτη για το έργο! Τόσο ψιλά γράμματα για νεοέλληνα αιρετό.
Για να μην τα πολυλογώ, ειπώθηκαν χίλια δυο, ανέβηκαν και οι τόνοι αλλά στο τέλος μού είπαν ότι ως προς το ζήτημα της άδειας έχω δίκιο αλλά ότι αν περιμένουν να βγάλουν άδεια, δεν πρόκειται ποτέ να γίνει τίποτα, πήρανε μουτρωμένοι την μπουλντόζα και φύγανε διότι κάλεσα στο τηλέφωνο την αστυνομία και το λιμεναρχείο. Φεύγοντας, ο παραγοντίσκος μού φώναξε “και τι έβγαλες τώρα; Νομίζεις ότι εσύ θα σώσεις την Ελλάδα;”!